ὕετο

ὕετο
ὕ̱ετο , ὕω
rain
imperf ind mp 3rd sg
ὕ̱ετο , ὕω
rain
imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • одъждитисѧ — ОДЪЖД|ИТИСѦ (5*), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. 1.Пролиться в виде дождя: но и ѡгнь свыше на Содома ѡдъждисѧ. (κατῆλϑεν) ГА XIV1, 136г; хлѣбъ одо||ждитсѧ. каме(н) источни(к) буде(т). (ὀμβρήσει) ГБ к. XIV, 69а–б. 2. Страд. к одъждити в 3 знач …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • υέτιος — α, ο / ὑέτιος, ία, ον, ΝΑ, και ιων. τ. θηλ. ὑετίη Α [ὑετός] αυτός που φέρνει βροχή ή αυτός που συνοδεύεται από βροχή, βροχερός αρχ. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από βροχή 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑέτιος ονομασία λίθου 3. φρ. «Ζεὺς… …   Dictionary of Greek

  • υετίζω — Α [ὑετός] (για τον Θεό) στέλνω υετό, ραγδαία βροχή …   Dictionary of Greek

  • υετόμαντις — άντεως, ὁ, ἡ, Α αυτός που προβλέπει υετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑετός «βροχή» + μάντις] …   Dictionary of Greek

  • χιονίζω — ΝΜΑ [χιών, χιόνος] 1. καλύπτω με χιόνι 2. (ως τριτοπρόσ.) χιονίζει ρίχνει χιόνι, πέφτει χιόνι (α. «έχει καιρό να χιονίσει» β. «ὥστε εἰ ἐχιόνιζε, ὕετο ἄν ταῡτα τὰ χωρία», Ηρόδ.) 3. μτφ. καθιστώ κάτι λευκό σαν το χιόνι νεοελλ. 1. (αμτβ.) είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”